Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ Μῆδοι

См. также в других словарях:

  • Μῆδοι — Μῆδος Mede masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • собака — укр. собака, блр. сабака, др. русск. собака, польск. диал. sobaka (Великопольша; см. Розвадовский, RО I, 107; в Верхней Силезии – в функции ругательства; см. Олеш, Beiträge 104), кашуб. sobaka распущенный человек (Лоренц, Gesch. d. роmоrаn. Spr.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Medien (Land) — Ein adeliger Meder (links vorne) neben einem adeligen Perser (rechts vorne) (Illustration aus Zur Geschichte der Kostüme von Braun Schneider, 1861 1880 München) Medien (persisch ‏ماد‎ Mād, altpersisch Mād, babylonisch Umman Mand, griechisch… …   Deutsch Wikipedia

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μηδίζω — (Α μηδίζω) 1. διάκειμαι φιλικά ή προσχωρώ στους Μήδους, υπερασπίζομαι τα συμφέροντα τών Μήδων, παίρνω το μέρος τών Μήδων, ακολουθώ τους Μήδους («ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς ληφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μηδοφόνος — μηδοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τους Μήδους 2. (για τόπο) αυτός όπου φονεύθηκαν πολλοί Μήδοι («Μηδοφόνος Πλάταια», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»